Έριξα στη θάλασσα τη βάρκα μου,
τη βόλτα μου να κάνω και την τσάρκα μου
κι ανοίχτηκα στα πέλαγα,
μια έκλαιγα, μια γέλαγα.
Και ταξιδεύω στα παλιά,
σε μια ζωή που χάλασα
κι έχω γεμίσει με φιλιά
τα βότσαλα στη θάλασσα
κι έχω γεμίσει με φιλιά
τα βότσαλα στη θάλασσα.
Έριξα στη θάλασσα δυο κέρματα
κι αγόρασα οικόπεδο δυο στρέμματα
κι απόκτησα μια έκταση
στου νου μου την προέκταση.
Και ταξιδεύω στα παλιά,
σε μια ζωή που χάλασα
κι έχω γεμίσει με φιλιά
τα βότσαλα στη θάλασσα
κι έχω γεμίσει με φιλιά
τα βότσαλα στη θάλασσα.
Έριξα στη θάλασσα τη βάρκα μου,
τη βόλτα μου να κάνω και την τσάρκα μου.
|
Έriksa sti thálassa ti várka mu,
ti vólta mu na káno ke tin tsárka mu
ki anichtika sta pélaga,
mia éklega, mia gélaga.
Ke taksidevo sta paliá,
se mia zoí pu chálasa
ki écho gemísi me filiá
ta vótsala sti thálassa
ki écho gemísi me filiá
ta vótsala sti thálassa.
Έriksa sti thálassa dio kérmata
ki agórasa ikópedo dio strémmata
ki apóktisa mia éktasi
stu nu mu tin proéktasi.
Ke taksidevo sta paliá,
se mia zoí pu chálasa
ki écho gemísi me filiá
ta vótsala sti thálassa
ki écho gemísi me filiá
ta vótsala sti thálassa.
Έriksa sti thálassa ti várka mu,
ti vólta mu na káno ke tin tsárka mu.
|