Τον άγγελο που ντύθηκες με νύχτα
τον είδα να φυλάει μια σκεπή.
Στα πόδια φώτα και στα χέρια νύχτα,
σημάδευε τα λόγια στη σιωπή,
πουλί μαλαματένιο μες στα δίχτυα.
Της θάλασσας παλεύουν τα παγώνια,
τον ύπνο φαρμακώνουν του ψαρά.
Μετάξι φέρνουν απ’ την Καρχηδόνα
και της παράδεισός μου τα νερά
βουλιάξανε κι ετούτο τον αιώνα.
Ποιος είναι ο φονιάς και ποιος δικάζει,
ποιος λιγοστεύει τ’ άνθος απ’ τη γη;
Ποιος ρήμαξε στου κόσμου το μαράζι
και στα βαθιά τον πήρε η ζωή
να μάθει καθαρά να λογαριάζει;
Στα χέρια σου κεντήσανε καράβι
για να ξεχνάς του πόντου τ’ ανοιχτά.
Σε σκοτεινό σε ρίξανε πηγάδι
μ’ Απρίλη μήνα και με θανατά
να βρεις την πληρωμή μες στο σκοτάδι.
|
Ton ángelo pu ntíthikes me níchta
ton ida na filái mia skepí.
Sta pódia fóta ke sta chéria níchta,
simádeve ta lógia sti siopí,
pulí malamaténio mes sta díchtia.
Tis thálassas palevun ta pagónia,
ton ípno farmakónun tu psará.
Metáksi férnun ap’ tin Karchidóna
ke tis parádisós mu ta nerá
vuliáksane ki etuto ton eóna.
Pios ine o foniás ke pios dikázi,
pios ligostevi t’ ánthos ap’ ti gi;
Pios rímakse stu kósmu to marázi
ke sta vathiá ton píre i zoí
na máthi kathará na logariázi;
Sta chéria su kentísane karávi
gia na ksechnás tu póntu t’ anichtá.
Se skotinó se ríksane pigádi
m’ Apríli mína ke me thanatá
na vris tin pliromí mes sto skotádi.
|