Μ’ έκαψαν δυο μάτια μαύρα,
που ‘ριχναν φωτιά και λάβρα,
μ’ έζωξαν και μ’ έπνιξαν τα φίδια,
σαν αντίκρισα τα δυο της μαύρα φρύδια.
Αχ, μ’ έκαψε, με τρέλανε μια μικρούλα στη δική μου γειτονιά,
μ’ έκαψε, με τρέλανε μια μικρούλα στο δικό μου μαχαλά.
Γειτονοπούλα μου,μη βγαίνεις στο παράθυρο,
γιατί θα γίνει φονικό.
Τι ‘τανε να τη γνωρίσω, τη ματιά της ν’ αντικρίσω,
μαύρη ώρα και κατηραμένη,
σαν την είδα στο παράθυρο να βγαίνει.
Αχ, μ’ έκαψε, με τρέλανε μια μικρούλα στη δική μου γειτονιά,
μ’ έκαψε, με τρέλανε μια μικρούλα στο δικό μου μαχαλά.
Γειτονοπούλα μου,μη βγαίνεις στο παράθυρο,
γιατί θα γίνει φονικό.
|
M’ ékapsan dio mátia mavra,
pu ‘richnan fotiá ke lávra,
m’ ézoksan ke m’ épniksan ta fídia,
san antíkrisa ta dio tis mavra frídia.
Ach, m’ ékapse, me trélane mia mikrula sti dikí mu gitoniá,
m’ ékapse, me trélane mia mikrula sto dikó mu machalá.
Gitonopula mu,mi vgenis sto paráthiro,
giatí tha gini fonikó.
Ti ‘tane na ti gnoríso, ti matiá tis n’ antikríso,
mavri óra ke katiraméni,
san tin ida sto paráthiro na vgeni.
Ach, m’ ékapse, me trélane mia mikrula sti dikí mu gitoniá,
m’ ékapse, me trélane mia mikrula sto dikó mu machalá.
Gitonopula mu,mi vgenis sto paráthiro,
giatí tha gini fonikó.
|