Τα μάτια που περίμενα ετούτο το βραδάκι,
γίναν ψυχές και γλύφουνε τ’ αυτιά μου σαν σκυλιά
με βγάζουν απ’ το δρόμο μου και μέσα στο σκοτάδι,
ένα μαχαίρι αφήνουνε στα χέρια μου απαλά.
Κυρία εσύ που έρχεσαι σε με, τον πεθαμένο,
και βλέπεις μέσα μου όσα εγώ αγνοώ,
το άγριο ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο,
θα κόψω το κεφάλι σου για να το παντρευτώ,
το άγριο ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο,
θα κόψω το κεφάλι σου για να το παντρευτώ.
|
Ta mátia pu perímena etuto to vradáki,
ginan psichés ke glífune t’ aftiá mu san skiliá
me vgázun ap’ to drómo mu ke mésa sto skotádi,
éna macheri afínune sta chéria mu apalá.
Kiría esí pu érchese se me, ton pethaméno,
ke vlépis mésa mu ósa egó agnoó,
to ágrio ródo su as gérni methisméno,
tha kópso to kefáli su gia na to pantreftó,
to ágrio ródo su as gérni methisméno,
tha kópso to kefáli su gia na to pantreftó.
|