Κι έρχεσαι και μου λες ότι οι δυο μας
χτίζαμε κάποτε μαζί το όνειρό μας
ότι μετάνιωσες που μ’ έκανες να κλάψω
και μου ζητάς όπως παλιά να σ’ αγκαλιάσω
Κάτι μου λεν τα μάτια σου αλλά θα σε γελάσω
Θα ’χα πιει και δε θυμάμαι
που σε γνώρισα λυπάμαι
και τ’ ασήμαντά μου λάθη η καρδιά μου τα διαγράφει
Θα ’χα πιει και δε θυμάμαι
που σε γνώρισα λυπάμαι προφανώς ήσουνα μόνο
μια παρένθεση στο χρόνο
Άδικα ψάχνεσαι στο χθες να με γυρίσεις
μάλλον δεν έχουμε τις ίδιες αναμνήσεις
με συγχωρείς που αυτό που νιώθεις δε το νιώθω
που προσπαθώ να θυμηθώ αλλά δε το ’χω
Κάτι μου λεν τα χείλη σου αλλά δεν παίρνω όρκο
|
Ki érchese ke mu les óti i dio mas
chtízame kápote mazí to óniró mas
óti metánioses pu m’ ékanes na klápso
ke mu zitás ópos paliá na s’ agkaliáso
Káti mu len ta mátia su allá tha se geláso
Tha ’cha pii ke de thimáme
pu se gnórisa lipáme
ke t’ asímantá mu láthi i kardiá mu ta diagráfi
Tha ’cha pii ke de thimáme
pu se gnórisa lipáme profanós ísuna móno
mia parénthesi sto chróno
Άdika psáchnese sto chthes na me girísis
mállon den échume tis ídies anamnísis
me sigchoris pu aftó pu nióthis de to niótho
pu prospathó na thimithó allá de to ’cho
Káti mu len ta chili su allá den perno órko
|