Στ’ αμπάρια δουλεμπόρων του Μεσαίωνα
Κομμάτια από τις νάρκες στα σύνορα
Χωρίς χαρτιά κι ονόματα, μωρά στην αγκαλιά,
Έρχονται ερήμην απ’ το πουθενά.
Σκορπάνε όπου τύχει, σε κρύα γυμναστήρια,
Της άδειας επαρχίας.
Σε υπόγεια τριγύρω απ’ την Κοτζιά.
Τάγματα ξυπόλυτα, παιδιά του πανικού,
Οι ξένοι με τα μάτια τ’ ανεξήγητα
Κανένας δεν τους ρώτησε και πάνε όπου τους πάνε
Και δε διαλέγουν τίποτα και κάνουν ότι να `ναι.
Πουτάνες στα μπουρδέλα, στα μπαρ της επαρχίας,
Δούλοι στα χωράφια μας, παντού και πουθενά
Πλένουνε τις σκάλες μας, ζούνε με τα ψιλά μας
Με μάτια ανεξήγητα, ζούνε ανάμεσά μας.
Άλλοι θα φύγουν ξαφνικά, άλλοι θα μείνουνε κοντά μας,
Μαζί θα μεγαλώσουν τα παιδιά μας
Θέλουμε δε θέλουμε, θα ζήσουνε κοντά μας
Θα ζήσουνε κοντά μας, θα ζήσουνε κοντά μας.
|
St’ abária dulebóron tu Meseona
Kommátia apó tis nárkes sta sínora
Chorís chartiá ki onómata, morá stin agkaliá,
Έrchonte erímin ap’ to puthená.
Skorpáne ópu tíchi, se kría gimnastíria,
Tis ádias eparchías.
Se ipógia trigiro ap’ tin Kotziá.
Tágmata ksipólita, pediá tu paniku,
I kséni me ta mátia t’ aneksígita
Kanénas den tus rótise ke páne ópu tus páne
Ke de dialégun típota ke kánun óti na `ne.
Putánes sta burdéla, sta bar tis eparchías,
Duli sta choráfia mas, pantu ke puthená
Plénune tis skáles mas, zune me ta psilá mas
Me mátia aneksígita, zune anámesá mas.
Άlli tha fígun ksafniká, álli tha minune kontá mas,
Mazí tha megalósun ta pediá mas
Thélume de thélume, tha zísune kontá mas
Tha zísune kontá mas, tha zísune kontá mas.
|