Μες στη σιωπή της σκοτεινής
της νύχτας βυθισμένη,
και δίπλα εις το παράθυρο
πικρά ονειροπολώ,
η θάλασσα ατελείωτη
μακριά μου είν’ απλωμένη,
και το κύμα, το φλοίσβημα
γροικώ δεν το γροικώ.
Κι όμως το νιώθω το νερό
που αμίλητο κυλάει,
γι’ ακρογιαλιές ατέρματες
στου απείρου την ψυχή,
τα κρύφια τα παφλάσματα
που μέσα του κρατάει,
και τη βαθιά, τα σπλάχνα του,
που δέρνει ταραχή.
Και στην ψυχή μου ανέλπιδα
τα μάτια μου βυθίζω,
παράξενα της θάλασσας,
που μοιάζει, της βαθιάς,
και ψιθυρίζω, ωχ, θάλασσα
γλυκιά σε μακαρίζω,
που τον αγέρα ελεύθερα
σαν σε τραβά ακολουθάς.
Κι όμως το νιώθω το νερό
που αμίλητο κυλάει,
γι’ ακρογιαλιές ατέρματες
στου απείρου την ψυχή,
τα κρύφια τα παφλάσματα
που μέσα του κρατάει,
και τη βαθιά, τα σπλάχνα του,
που δέρνει ταραχή.
|
Mes sti siopí tis skotinís
tis níchtas vithisméni,
ke dípla is to paráthiro
pikrá oniropoló,
i thálassa atelioti
makriá mu in’ aploméni,
ke to kíma, to flisvima
grikó den to grikó.
Ki ómos to niótho to neró
pu amílito kilái,
gi’ akrogialiés atérmates
stu apiru tin psichí,
ta krífia ta paflásmata
pu mésa tu kratái,
ke ti vathiá, ta spláchna tu,
pu dérni tarachí.
Ke stin psichí mu anélpida
ta mátia mu vithízo,
paráksena tis thálassas,
pu miázi, tis vathiás,
ke psithirízo, och, thálassa
glikiá se makarízo,
pu ton agéra elefthera
san se travá akoluthás.
Ki ómos to niótho to neró
pu amílito kilái,
gi’ akrogialiés atérmates
stu apiru tin psichí,
ta krífia ta paflásmata
pu mésa tu kratái,
ke ti vathiá, ta spláchna tu,
pu dérni tarachí.
|