Μπαίνω στο λάγνο σου βυθό κατατρεγμένος
μήπως και βρω του έρωτά μου την αλήθεια,
μα εδώ τριγύρω παίζουν μόνο μαύρα φύκια
κι εγώ είμαι μόνος μου, μικρός και φοβισμένος.
Άραγε τι έχω αγαπήσει από σένα,
αυτό το αεικίνητο που τόσο με τρομάζει,
ή αυτό το μπλε που στη ζωή ελπίδες στάζει
κι είναι αιώνια τα μάτια μου βρεγμένα.
Σ’ έχουν κοιμίσει ποιητές στην αγκαλιά τους
και σε νανούρισαν οι φάροι και τ’ αστέρια,
μα εσύ τα κύματά σου έχεις κάνει χέρια
κι όσους αγάπησες τους κράτησες κοντά σου.
Θα ‘θελα μόνο μια φορά με ήλιο Αυγούστου,
μονάχα εγώ να κάνω έρωτα μαζί σου,
μόνο εγώ να ‘χα για μένα το κορμί σου
κι ύστερα ας πέθαινα, ας έβγαινα απ’ το νου σου.
Ίσως χαθώ την ώρα που είμαι στο βυθό σου
κι ίσως με χάσουνε οι στεριανοί μου φίλοι,
θα πουν, προτίμησε στη θάλασσα καντήλι,
έτσι για να `ναι πάντα άνθρωπος δικός σου.
Σ’ έχουν κοιμίσει ποιητές στην αγκαλιά τους
και σε νανούρισαν οι φάροι και τ’ αστέρια,
μα εσύ τα κύματά σου έχεις κάνει χέρια
κι όσους αγάπησες τους κράτησες κοντά σου.
|
Beno sto lágno su vithó katatregménos
mípos ke vro tu érotá mu tin alíthia,
ma edó trigiro pezun móno mavra fíkia
ki egó ime mónos mu, mikrós ke fovisménos.
Άrage ti écho agapísi apó séna,
aftó to aikínito pu tóso me tromázi,
í aftó to ble pu sti zoí elpídes stázi
ki ine eónia ta mátia mu vregména.
S’ échun kimísi piités stin agkaliá tus
ke se nanurisan i fári ke t’ astéria,
ma esí ta kímatá su échis káni chéria
ki ósus agápises tus krátises kontá su.
Tha ‘thela móno mia forá me ílio Avgustu,
monácha egó na káno érota mazí su,
móno egó na ‘cha gia ména to kormí su
ki ístera as péthena, as évgena ap’ to nu su.
Ίsos chathó tin óra pu ime sto vithó su
ki ísos me chásune i steriani mu fíli,
tha pun, protímise sti thálassa kantíli,
étsi gia na `ne pánta ánthropos dikós su.
S’ échun kimísi piités stin agkaliá tus
ke se nanurisan i fári ke t’ astéria,
ma esí ta kímatá su échis káni chéria
ki ósus agápises tus krátises kontá su.
|