Το σώμα σου τρελό σκαρί κι απόψε ας αρμενίσει
μ’ ένα πουκάμισο λευκό και τα μαλλιά λυμένα
σ’ αυτά που πόνεσες πολύ κι αθώο ας ξεκινήσει
ένα ζεϊμπέκικο παλιό, με χέρια υψωμένα
Πιο πάνω από την άβυσσο κι ακούμπησε στα χείλη
βότσαλα στάχυα και φιλιά και όνειρα κομμάτια
που η θύμηση μες στην ψυχή ματώνει ν’ ανατείλει
ζωγράφισε κι απόψε μπλε τα πορφυρά σου μάτια
Και κοίταξε την θάλασσα μα πρόφτασε πριν σβήσει
του φεγγαριού η αναπνοή, για μια στιγμούλα στάσου
σαν θαύμα που άντεξε η ζωή κι ο μύθος ας κινήσει
ερωτευμένη η σιωπή δακρύζει τ’ όνομά σου
|
To sóma su treló skarí ki apópse as armenísi
m’ éna pukámiso lefkó ke ta malliá liména
s’ aftá pu póneses polí ki athóo as ksekinísi
éna zeibékiko palió, me chéria ipsoména
Pio páno apó tin ávisso ki akubise sta chili
vótsala stáchia ke filiá ke ónira kommátia
pu i thímisi mes stin psichí matóni n’ anatili
zográfise ki apópse ble ta porfirá su mátia
Ke kitakse tin thálassa ma próftase prin svísi
tu fengariu i anapnoí, gia mia stigmula stásu
san thafma pu ántekse i zoí ki o míthos as kinísi
erotevméni i siopí dakrízi t’ ónomá su
|