Λουλούδια όμορφα που δε μυρίζουνε,
κομψά ντυμένοι άνθρωποι χωρίς καρδιές,
χρώματα, φώτα που με ζαλίζουνε,
χιλιάδες μάτια που δε βγάζουνε φωτιές.
Τι γυρεύω εγώ μ’ αυτούς,
τι γυρεύω εγώ σε άδειους ουρανούς,
όπου ρίξω τη ματιά μου, ερημιά,
και δε βρήκα ακόμα απάντηση καμιά.
Πόλεις ερείπια που τις στολίζουνε,
πρόχειρες λύσεις που δεν κλείνουν τις πληγές,
μικρές χαρές κάποιοι ευεργέτες με ποτίζουνε,
και με υποσχέσεις, με μεθούν, απατηλές.
Τι γυρεύω εγώ μ’ αυτούς,
τι γυρεύω εγώ σε άδειους ουρανούς,
όπου ρίξω τη ματιά μου, ερημιά,
και δε βρήκα ακόμα απάντηση καμιά.
|
Luludia ómorfa pu de mirízune,
kompsá ntiméni ánthropi chorís kardiés,
chrómata, fóta pu me zalízune,
chiliádes mátia pu de vgázune fotiés.
Ti girevo egó m’ aftus,
ti girevo egó se ádius uranus,
ópu ríkso ti matiá mu, erimiá,
ke de vríka akóma apántisi kamiá.
Pólis eripia pu tis stolízune,
próchires lísis pu den klinun tis pligés,
mikrés charés kápii evergétes me potízune,
ke me iposchésis, me methun, apatilés.
Ti girevo egó m’ aftus,
ti girevo egó se ádius uranus,
ópu ríkso ti matiá mu, erimiá,
ke de vríka akóma apántisi kamiá.
|