Έβρεχε και νόμιζα πως ήρθες
έτρεξα και κοίταξα στις σκάλες
βήματα μου φάνηκαν οι στάλες
τίποτα
Χτύπησε μεσάνυχτα η ώρα
άλλαξε κι ο μήνας μπήκε Μάρτης
ρώτησε η καρδιά μου πότε θα `ρθεις
τίποτα
Ούτε φωνή ούτε ακρόαση
να `ναι καλά κι η τηλεόραση
ούτε ζωή ούτε ανάσταση
κλείνω το φως για συμπαράσταση τίποτα
Έκλαιγε ο αέρας στη σκεπή μου
βγήκα να του πω να σταματήσει
σκέφτηκα για σένα μη ρωτήσει
τίποτα
Πήρα το τηλέφωνο στο πλάι
μέρες η σιωπή του με σκοτώνει
έλα γιατί η νύχτα μεγαλώνει
τίποτα
Ούτε φωνή ούτε ακρόαση
να `ναι καλά κι η τηλεόραση
ούτε ζωή ούτε ανάσταση
κλείνω το φως για συμπαράσταση τίποτα
|
Έvreche ke nómiza pos írthes
étreksa ke kitaksa stis skáles
vímata mu fánikan i stáles
típota
Chtípise mesánichta i óra
állakse ki o mínas bíke Mártis
rótise i kardiá mu póte tha `rthis
típota
Oíte foní ute akróasi
na `ne kalá ki i tileórasi
ute zoí ute anástasi
klino to fos gia sibarástasi típota
Έklege o aéras sti skepí mu
vgíka na tu po na stamatísi
skéftika gia séna mi rotísi
típota
Píra to tiléfono sto plái
méres i siopí tu me skotóni
éla giatí i níchta megalóni
típota
Oíte foní ute akróasi
na `ne kalá ki i tileórasi
ute zoí ute anástasi
klino to fos gia sibarástasi típota
|