Εκεί που σμίγει ο ουρανός
με του πελάου την άκρη
στου δειλινού το δάκρυ
θα ψάξω να σε βρω
παραμονεύει η νύχτα
στης μνήμης το βυθό
Ποιο κύμα σε ταξίδεψε
στου κόσμου τα λημέρια;
ποια μοίρα μάγισσα σημάδεψε
τα δυο σου χέρια;
ποιος στόλισε τα μάτια σου
με τ’ ουρανού τ’ αστέρια;
Μες στη σιωπή σου ναυαγός
στη θλίψη των ματιών σου
τη γεύση των φιλιών σου
σαν φυλαχτό κρατώ
μη με πλανέψει η νύχτα
σ’ αυτό τον πηγαιμό
Ποιος σφράγισε τα χείλη σου;
ποιο σύνθημα τ’ ανοίγει;
ήπια τον πόθο σου και μέθυσα
τώρα με πνίγει
του γλάρου το φτερούγισμα
ποιο μυστικό μου κρύβει;
|
Eki pu smígi o uranós
me tu peláu tin ákri
stu dilinu to dákri
tha psákso na se vro
paramonevi i níchta
stis mnímis to vithó
Pio kíma se taksídepse
stu kósmu ta liméria;
pia mira mágissa simádepse
ta dio su chéria;
pios stólise ta mátia su
me t’ uranu t’ astéria;
Mes sti siopí su nafagós
sti thlípsi ton matión su
ti gefsi ton filión su
san filachtó krató
mi me planépsi i níchta
s’ aftó ton pigemó
Pios sfrágise ta chili su;
pio sínthima t’ anigi;
ípia ton pótho su ke méthisa
tóra me pnígi
tu gláru to fterugisma
pio mistikó mu krívi;
|