Το φως στις δέκα το πρωί έρχεται όλο πλάγιο
εκεί που ήταν οι χείμαρροι και ξαναζωγραφίζει
τους κήπους πάνω στο νερό να ’χουν σκαλί
δεμένη βάρκα και μια θάλασσα γυαλί.
Και τις τετράκωπες να υψώνουν του ομίλου οι αθλητές
και στο λιθόστρωτο ν’ αστράφτουν μουσικές καμαρωτές
και από τα πεύκα κι απ’ τα διώροφα ξανά
καλεί σαλπίζοντας τα ουράνια πρωινά.
Κι ακούς παγώνια και ηλιόλουστο το τραμ ξαναγυρνά.
Κι όμως, αυτό το πλάγιο φως μια μέρα θα φωτίσει
την πιο απόκοσμη ερημιά. Εσύ είχες ήδη αργήσει
μέσα στις αίθουσες οι τάξεις είχανε μπει
και του σχολείου η πόρτα ορθώνονταν κλειστή
με τους αϊτούς να ξεπαγιάζουν στο μαρμάρινο κισσό
και με τους ήρωες να κοιτάζουν τον σβησμένο τους πυρσό
αφού ο κόσμος σου, ο γνωστός, σ’ αυτή τη γη
που αγνός κι ανύποπτος μετέχει κάθε αυγή
την ώρα εκείνη, απ’ το κάδρο είχε ξαφνικά αφαιρεθεί.
Το μεσημέρι μαύρο φως, προπάντων στις καθέτους,
η θάλασσα όλo πετάει στου οδηγού το τζάμι
μα όταν γράψει με μια πλάγια μολυβιά
κιονοστοιχίες με λιγάκι συννεφιά
πίσω απ’ τα μαύρα του γυαλιά ο κόσμος μπαίνει όλο φωνές
ανεμιστήρες ξεκινούν και του εσπρέσο οι μηχανές
γυάλινα στέγαστρα, ένας έγχρωμος βυθός
δε σε πειράζει που είσαι τώρα μοναχός
μια αγάπη πίσω απ’ τις λέξεις συναντάς σ’ αυτό το φως
Το φως τραβιόταν θεϊκό στο ηλιοβασίλεμά του,
πίσω απ’ τη μάντρα της αυλής και το καμένο σπίτι
είχαν απλώσει τα σεντόνια στο σχοινί
έπαιζες μόνος, μα αισθανόσουν τη σκηνή,
σαν θεατράκι επουράνιο μες στο κόκκινο το φως
πίσω απ’ τα σύννεφα να παίζει με το παιδάκι του ο Θεός
Ευτυχισμένοι μεταξύ τους, μακρινοί,
με βλέπουν άραγε και μένα; είχες σκεφτεί
όπως απόψε που πλαγιάζεις σε μια κάμαρα αδειανή.
Με την πόρτα γυρτή
το φως του μπάνιου να γλιστράει στη σιωπή
να σε νιώθω εδώ
σ’ αυτό το πλάγιασμα, σε τούτη την ηχώ.
Ναι, μ’ ένα φως τεχνητό,
να βρει τον κόσμο το δικό μου σ’ αγαπώ
φως που τραγουδάει
ενώ είναι νύχτα, κι ενώ εσύ δεν είσαι πλάι.
|
To fos stis déka to pri érchete ólo plágio
eki pu ítan i chimarri ke ksanazografízi
tus kípus páno sto neró na ’chun skalí
deméni várka ke mia thálassa gialí.
Ke tis tetrákopes na ipsónun tu omílu i athlités
ke sto lithóstroto n’ astráftun musikés kamarotés
ke apó ta pefka ki ap’ ta diórofa ksaná
kali salpízontas ta uránia priná.
Ki akus pagónia ke iliólusto to tram ksanagirná.
Ki ómos, aftó to plágio fos mia méra tha fotísi
tin pio apókosmi erimiá. Esí iches ídi argísi
mésa stis ethuses i táksis ichane bi
ke tu scholiu i pórta orthónontan klistí
me tus aitus na ksepagiázun sto marmárino kissó
ke me tus íroes na kitázun ton svisméno tus pirsó
afu o kósmos su, o gnostós, s’ aftí ti gi
pu agnós ki anípoptos metéchi káthe avgí
tin óra ekini, ap’ to kádro iche ksafniká aferethi.
To mesiméri mavro fos, propánton stis kathétus,
i thálassa ólo petái stu odigu to tzámi
ma ótan grápsi me mia plágia moliviá
kionostichíes me ligáki sinnefiá
píso ap’ ta mavra tu gialiá o kósmos beni ólo fonés
anemistíres ksekinun ke tu espréso i michanés
giálina stégastra, énas égchromos vithós
de se pirázi pu ise tóra monachós
mia agápi píso ap’ tis léksis sinantás s’ aftó to fos
To fos traviótan theikó sto iliovasílemá tu,
píso ap’ ti mántra tis avlís ke to kaméno spíti
ichan aplósi ta sentónia sto schiní
épezes mónos, ma esthanósun ti skiní,
san theatráki epuránio mes sto kókkino to fos
píso ap’ ta sínnefa na pezi me to pedáki tu o Theós
Eftichisméni metaksí tus, makrini,
me vlépun árage ke ména; iches skefti
ópos apópse pu plagiázis se mia kámara adianí.
Me tin pórta girtí
to fos tu bániu na glistrái sti siopí
na se niótho edó
s’ aftó to plágiasma, se tuti tin ichó.
Ne, m’ éna fos technitó,
na vri ton kósmo to dikó mu s’ agapó
fos pu tragudái
enó ine níchta, ki enó esí den ise plái.
|