Κρύο ταξίδι κάναμε.Η χειρότερη εποχή του χρόνου για ταξίδι.
Και τι μακρύ ταξίδι.Οι δρόμοι αδιάπατοι, ο καιρός αψύς στην καρδιά
του χειμώνα.Και οι γκαμήλες ταλαίπωρες, κουτσές, δύστροπες,
έπεφταν κάτω στο λιωμένο χιόνι.Ήταν φορές που νοσταλγήσαμε
τα καλοκαιρινά παλάτια στις πλαγιές, τα περιβόλια, τα μεταξένια
κορίτσια που μας έφερναν δροσιστικά. Και οι αγωγιάτες έβριζαν,
γκρίνιαζαν και φεύγανε κρυφά για το κρασί και για το γλέντι.
Και οι φωτιές σβυστές, κι ούτε μια σκέπη.Οι πόλεις εχθρικές και τα
χωριά αφιλόξενα, τα σπίτια βρώμικα μας έκλεβαν στο νοίκι .
Σκληρό ταξίδι κάναμε. Στο τέλος προτιμούσαμε να ταξιδεύουμε
όλη νύχτα και να κοιμόμαστε κλεφτά.Και οι φωνές στ’ αυτιά μας
τραγουδούσαν κι έλεγαν πως όλα αυτά ήταν τρέλες.
Το ξημέρωμα φτάσαμε σε μια ήμερη πεδιάδα, χλωρή, βρεμμένη
παρακάτω από τα χιόνια, μ’ ένα ρυάκι που έτρεχε κι έναν νερόμυλο
που χτυπούσε στο σκοτάδι και τρία δέντρα στον χαμηλωμένον ουρανό
κι ένα άσπρο, γέρικο άλογο που κάλπαζε μες στο λιβάδι.
Ύστερα φτάσαμε σε μια ταβέρνα που την ίσκιωνε κληματαριά.
Έξι χέρια σε μια ανοιχτή πόρτα που γύρευαν ασήμι και πόδια που
κλωτσούσαν τ’ άδεια ασκιά.Μα κανένας δεν ήξερε τίποτε.
Έτσι τραβήξαμε και φτάσαμε νύχτα, την τελευταία ώρα βρήκαμε
τον τόπο, και ήταν, θα `λεγε κανείς, επιτυχία.
Αυτά είναι όλα παλαιές ιστορίες, παλαιές αναμνήσεις και θα πήγαινα
ξανά, μα ένα δεν ξέρω, ένα δεν ξέρω.Κάναμε τόσον δρόμο για γέννα
ή θάνατο; Βρήκαμε μια γέννα, αυτό είναι σίγουρο, άλλωστε ήξερα να
ξεχωρίζω.Θα πίστευα πως ήτανε άλλο πράμα.
Ήταν η γέννηση τούτη, σκληρή, πικρή αγωνία σαν θάνατος.Σαν το
δικό μας θάνατο.
Γυρίσαμε στα παλάτια μας, σε τούτα τα βασίλεια, όχι πια
βολεμένοι στα παλιά προνόμια.Έναν ξένο λαό που λάτρευε τα είδωλά του.
Θα προτιμούσα άλλον έναν τέτοιο θάνατο.
|
Krío taksídi káname.I chiróteri epochí tu chrónu gia taksídi.
Ke ti makrí taksídi.I drómi adiápati, o kerós apsís stin kardiá
tu chimóna.Ke i gkamíles talepores, kutsés, dístropes,
épeftan káto sto lioméno chióni.Ήtan forés pu nostalgísame
ta kalokeriná palátia stis plagiés, ta perivólia, ta metaksénia
korítsia pu mas éfernan drosistiká. Ke i agogiátes évrizan,
gkríniazan ke fevgane krifá gia to krasí ke gia to glénti.
Ke i fotiés svistés, ki ute mia sképi.I pólis echthrikés ke ta
choriá afilóksena, ta spítia vrómika mas éklevan sto niki .
Skliró taksídi káname. Sto télos protimusame na taksidevume
óli níchta ke na kimómaste kleftá.Ke i fonés st’ aftiá mas
tragudusan ki élegan pos óla aftá ítan tréles.
To ksiméroma ftásame se mia ímeri pediáda, chlorí, vremméni
parakáto apó ta chiónia, m’ éna riáki pu étreche ki énan nerómilo
pu chtipuse sto skotádi ke tría déntra ston chamiloménon uranó
ki éna áspro, gériko álogo pu kálpaze mes sto livádi.
Ύstera ftásame se mia tavérna pu tin ískione klimatariá.
Έksi chéria se mia anichtí pórta pu girevan asími ke pódia pu
klotsusan t’ ádia askiá.Ma kanénas den íksere típote.
Έtsi travíksame ke ftásame níchta, tin teleftea óra vríkame
ton tópo, ke ítan, tha `lege kanis, epitichía.
Aftá ine óla paleés istoríes, paleés anamnísis ke tha pígena
ksaná, ma éna den kséro, éna den kséro.Káname tóson drómo gia génna
í thánato; Oríkame mia génna, aftó ine síguro, álloste íksera na
ksechorízo.Tha písteva pos ítane állo práma.
Ήtan i génnisi tuti, sklirí, pikrí agonía san thánatos.San to
dikó mas thánato.
Girísame sta palátia mas, se tuta ta vasília, óchi pia
voleméni sta paliá pronómia.Έnan kséno laó pu látreve ta idolá tu.
Tha protimusa állon énan tétio thánato.
|