Ένα πλοίο που δεν τρέμει τη στιγμή
το κατάρτι του περήφανα ορθώνει,
κι όμως έχει απ’ τα ταξίδια κουραστεί
κι έτσι πάει… με την τύχη… στο τιμόνι…
Χρόνια τώρα μια γυναίκα μακριά
αγναντεύει απ’ το βράχο της ευθύνης
ένα πλοίο φωτισμένο που περνά
είναι μήπως… της γραμμής… ή της οδύνης;
Κάθε πλοίο κι ένας άντρας που περνά
πάντα μόνος, δυνατός, αρχαίος μύστης,
μα στο βράχο τρομαγμένος δεν κοιτά
κι έτσι χάνει… το σινιάλο… της ψυχής της.
|
Έna plio pu den trémi ti stigmí
to katárti tu perífana orthóni,
ki ómos échi ap’ ta taksídia kurasti
ki étsi pái… me tin tíchi… sto timóni…
Chrónia tóra mia gineka makriá
agnantevi ap’ to vrácho tis efthínis
éna plio fotisméno pu perná
ine mípos… tis grammís… í tis odínis;
Káthe plio ki énas ántras pu perná
pánta mónos, dinatós, archeos místis,
ma sto vrácho tromagménos den kitá
ki étsi cháni… to siniálo… tis psichís tis.
|