Σε τυραννά η πανσέληνος σε παίρνει μακριά
και τρομαγμένος σέρνεσαι μόλις ο ήλιος δύσει
του χθες ανοίγουν οι πληγές γυρεύουνε πιοτά
κάθε που η νύχτα έρχεται στα μαύρα να σε ντύσει
Τα καλοκαίρια μοναχός πλανιέσαι στα νησιά
σ’ καβούκι κρύβεσαι απ’ όποιον σ’ αγαπήσει
όταν αρχίζουν οι βροχές η πόλη σε ζητά
μες στον ιστό της μπλέκεσαι σε άγριο μεθύσι
Κοίταξε την πανσέληνο το γέλιο σου ζητά
την όψη σου ο ουρανός σαν άστρο θα φωτίσει
θα σου γλυκάνουν τις πληγές του χρόνου τα φιλιά
που τάζουν πως θα αναστηθεί όποιος πολύ αγαπήσει
|
Se tiranná i pansélinos se perni makriá
ke tromagménos sérnese mólis o ílios dísi
tu chthes anigun i pligés girevune piotá
káthe pu i níchta érchete sta mavra na se ntísi
Ta kalokeria monachós planiése sta nisiá
s’ kavuki krívese ap’ ópion s’ agapísi
ótan archízun i vrochés i póli se zitá
mes ston istó tis blékese se ágrio methísi
Kitakse tin pansélino to gélio su zitá
tin ópsi su o uranós san ástro tha fotísi
tha su glikánun tis pligés tu chrónu ta filiá
pu tázun pos tha anastithi ópios polí agapísi
|