Προχτές μου τάπες στα κρυφά στου φεγγαριού τη δύση
ότι ο κόσμος σ’ έστειλε για πάντα φυλακή
μου ‘πες το ξέρεις δε θα ‘ρθει κανείς να σε ζητήσει
στ’ άσυλο σ’ όποιον το ζητάει της πρέζας να κρυφτεί,
είναι βαρύ τ’ αντάλλαγμα σ’ όποιον δε λησμονήσει
την άδυτή της αγκαλιά που ‘χε παλιά ριχτεί.
Μου χαμογέλασες πικρά και μου ‘πες δε θ’ αργήσει
με βλέμμα μαύρο σύννεφο που κρύβει το πρωί
πως ξέρεις πόρτα που κανείς δεν τόλμησε ν’ ανοίξει
και σ’ άλλη φωτεινή τροχιά για πάντα θα χαθείς.
|
Prochtés mu tápes sta krifá stu fengariu ti dísi
óti o kósmos s’ éstile gia pánta filakí
mu ‘pes to kséris de tha ‘rthi kanis na se zitísi
st’ ásilo s’ ópion to zitái tis prézas na krifti,
ine varí t’ antállagma s’ ópion de lismonísi
tin ádití tis agkaliá pu ‘che paliá richti.
Mu chamogélases pikrá ke mu ‘pes de th’ argísi
me vlémma mavro sínnefo pu krívi to pri
pos kséris pórta pu kanis den tólmise n’ aniksi
ke s’ álli fotiní trochiá gia pánta tha chathis.
|