Ήρθες ξαφνικά σαν αεράκι ,
αύρα κι ευωδιά θαλασσινή,
ήρθες σαν το γάργαρο νεράκι
μες στη διψασμένη μου ψυχή.
Μες στην ερημιά, μες στο σκοτάδι
ήρθες φως μου, σαν τη χαραυγή,
της αγρύπνιας σβήνω το σημάδι
χρώματα γεμίζω τη σιωπή.
Της καρδιάς μου το κλειστό βιβλίο
το ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή
κι είμαι φωταγωγημένο πλοίο
που άγκυρα σηκώνει στη ζωή.
Βάζω στα μαλλιά ένα λουλούδι,
βγαίνω έξω σαν μικρό παιδί,
λέω το δικό σου το τραγούδι
κι όμορφος ο κόσμος ξαναζεί.
|
Ήrthes ksafniká san aeráki ,
avra ki evodiá thalassiní,
írthes san to gárgaro neráki
mes sti dipsasméni mu psichí.
Mes stin erimiá, mes sto skotádi
írthes fos mu, san ti charavgí,
tis agrípnias svíno to simádi
chrómata gemízo ti siopí.
Tis kardiás mu to klistó vivlío
to ksanadiavázo ap’ tin archí
ki ime fotagogiméno plio
pu ágkira sikóni sti zoí.
Oázo sta malliá éna luludi,
vgeno ékso san mikró pedí,
léo to dikó su to tragudi
ki ómorfos o kósmos ksanazi.
|