Ώρα τρεις με το φεγγάρι
πλάγιασε ένα παλικάρι
τ’ όνειρό του κρύα στάχτη
σ’ ένα ορφανό κρεβάτι
κι άνοιξαν οι τρεις του μοίρες
και παράθυρα και θύρες
και του τραγουδούν στ’ αυτί του
όσα βρήκε στη ζωή του
Πες μας ποιος σ’ αντάμωσε
μια θάλασσα ανθισμένη
πες μας ποιος ορφάνεψε
και θα μας περιμένει
Ώρα τρεις το μεσονύχτι
ρίξαν οι αγγέλοι δίχτυ
πιάνουν και το παλικάρι
που γυρνούσε στη ζωή σου
στις αυλές του παραδείσου
δεν το ξέρεις πως δεν κάνει
τι σου τραγουδούν τσιγγάνοι
Πες μας ποιος σ’ αντάμωσε
μια θάλασσα ανθισμένη
πες μας ποιος ορφάνεψε
και θα μας περιμένει
|
Ώra tris me to fengári
plágiase éna palikári
t’ óniró tu kría stáchti
s’ éna orfanó kreváti
ki ániksan i tris tu mires
ke paráthira ke thíres
ke tu tragudun st’ aftí tu
ósa vríke sti zoí tu
Pes mas pios s’ antámose
mia thálassa anthisméni
pes mas pios orfánepse
ke tha mas periméni
Ώra tris to mesoníchti
ríksan i angéli díchti
piánun ke to palikári
pu girnuse sti zoí su
stis avlés tu paradisu
den to kséris pos den káni
ti su tragudun tsingáni
Pes mas pios s’ antámose
mia thálassa anthisméni
pes mas pios orfánepse
ke tha mas periméni
|