Τ’ αγρίμι που ‘χω μέσα μου
πώς να το ημερέψω
Του έρωτα μαστίγιο
Που να βρω να το κλέψω.
Ξοδεύεται η ψυχούλα μου
στα μάτια μιας ωραίας,
απ’ το Χατζηκυριάκειο
ως την ακτή της Ζέας.
Ωραία κι αδιάφορη
για την αγάπη που ’χω
κρυώνει η καρδούλα μου
και δε μου δίνει ρούχο.
Θηρίο ανυπότακτο
ο πόθος που μ’ ορίζει.
Με πλάνεψε ο έρωτας
και δε με υπολογίζει.
Για να ‘ρχονται στα όνειρα
τα μάτια της ωραίας,
μεγάλωσαν οι νύχτες μου
και μίκρυν’ ο Πειραιάς.
|
T’ agrími pu ‘cho mésa mu
pós na to imerépso
Tu érota mastígio
Pu na vro na to klépso.
Ksodevete i psichula mu
sta mátia mias oreas,
ap’ to Chatzikiriákio
os tin aktí tis Zéas.
Orea ki adiáfori
gia tin agápi pu ’cho
krióni i kardula mu
ke de mu díni rucho.
Thirío anipótakto
o póthos pu m’ orízi.
Me plánepse o érotas
ke de me ipologizi.
Gia na ‘rchonte sta ónira
ta mátia tis oreas,
megálosan i níchtes mu
ke míkrin’ o Pireás.
|