Χαράματα περνώ και δειλινά αράζω,
στο σπίτι σου να βρω, εκείνα που ζητώ,
μα εσύ δε μ’ αγαπάς και μ’ έχεις καταντήσει,
ζητιάνο στο φιλί, ας ήξερα γιατί.
Για την καρδιά της, μάνα μου, ν’ ανάψεις,
στο δρόμο μια φωτιά,
να πέσω μέσα και να με κάψεις,
που αγάπησα τα μάτια αυτά,
να πέσω μέσα και να με κάψεις,
που αγάπησα τα μάτια αυτά.
Ξημέρωμα πρωί με βρίσκει λυπημένο
στην πόρτα σου η αυγή, τι σου `κανα τρελή,
γιατί με άφησες πάλι να περιμένω,
όλη τη νύχτα αυτή, ας ήξερα γιατί.
Για την καρδιά της, μάνα μου, ν’ ανάψεις,
στο δρόμο μια φωτιά,
να πέσω μέσα και να με κάψεις,
που αγάπησα τα μάτια αυτά,
να πέσω μέσα και να με κάψεις,
που αγάπησα τα μάτια αυτά.
|
Charámata pernó ke diliná arázo,
sto spíti su na vro, ekina pu zitó,
ma esí de m’ agapás ke m’ échis katantísi,
zitiáno sto filí, as íksera giatí.
Gia tin kardiá tis, mána mu, n’ anápsis,
sto drómo mia fotiá,
na péso mésa ke na me kápsis,
pu agápisa ta mátia aftá,
na péso mésa ke na me kápsis,
pu agápisa ta mátia aftá.
Ksiméroma pri me vríski lipiméno
stin pórta su i avgí, ti su `kana trelí,
giatí me áfises páli na periméno,
óli ti níchta aftí, as íksera giatí.
Gia tin kardiá tis, mána mu, n’ anápsis,
sto drómo mia fotiá,
na péso mésa ke na me kápsis,
pu agápisa ta mátia aftá,
na péso mésa ke na me kápsis,
pu agápisa ta mátia aftá.
|