Πλήρωσες να μπεις, και κοιτάς μ’ ορθάνοιχτο στόμα
φλόγες να χουν ζώσει τον στίβο και που είσαι ακόμα,
σμήνη να φτεροκοπάνε στα μεγάφωνα
και να σκάνε οβίδες κάτω απ’ τις κερκίδες.
Τρίβεις τα γυαλιά, σαν τους μύστες μιας εξουσίας
που `χει φόβο του άγνωστου, κι άδεια οπλοφορίας,
κι απ’ τις σιδερένιες σχάρες μας τραβάει σκυφτή
για τον άγνωστό της, τον ιδιωτικό της.
Όπως οι τυφλοί, δε ζητάμε άλλο απ’ τη μέρα
άλλο απ’ ό,τι οι έγκλειστοι έναν κόσμο πιο πέρα,
δώσ’ μας το αίμα των χειλιών σου, με τη γλώσσα σου
κόντρα ή καραμπόλα δώσ’ τα όλα για όλα.
Έχει τραυματίες η άσφαλτος εδώ πέρα
ρόδες που γυρίζουν ανάστροφα στον αέρα,
και τυλίγοντας τα πάντα να η άβυσσος
σαν λευκή οθόνη, που μας φανερώνει.
Μα δεν είν’ αντίκρυ κανένα πλάσμα δικό μας
μόνο τα φορεία πλευρίζουν στο βουητό μας.
Έστρεψες το πρόσωπό σου δε μας γνώριζες,
μα ένιωθες μπλεγμένος, σαν δαιμονισμένος.
Πως να μοιάζει τάχα ο εαυτός μας ο τσακισμένος
στη ματιά εκεινού που μας βλέπει, μα όχι σαν ξένος;
Δίχως το καθρέφτισμά του, θα `μασταν φριχτοί
σαν τη βία των γύρω, φριχτός κι εσύ
ψόφιε θεατή, σ’ ένα θέαμα στείρο.
|
Plíroses na bis, ke kitás m’ orthánichto stóma
flóges na chun zósi ton stívo ke pu ise akóma,
smíni na fterokopáne sta megáfona
ke na skáne ovídes káto ap’ tis kerkídes.
Trívis ta gialiá, san tus místes mias eksusías
pu `chi fóvo tu ágnostu, ki ádia oploforías,
ki ap’ tis siderénies scháres mas travái skiftí
gia ton ágnostó tis, ton idiotikó tis.
Όpos i tifli, de zitáme állo ap’ ti méra
állo ap’ ó,ti i égklisti énan kósmo pio péra,
dós’ mas to ema ton chilión su, me ti glóssa su
kóntra í karabóla dós’ ta óla gia óla.
Έchi trafmatíes i ásfaltos edó péra
ródes pu girízun anástrofa ston aéra,
ke tilígontas ta pánta na i ávissos
san lefkí othóni, pu mas faneróni.
Ma den in’ antíkri kanéna plásma dikó mas
móno ta foria plevrízun sto vuitó mas.
Έstrepses to prósopó su de mas gnórizes,
ma éniothes blegménos, san demonisménos.
Pos na miázi tácha o eaftós mas o tsakisménos
sti matiá ekinu pu mas vlépi, ma óchi san ksénos;
Díchos to kathréftismá tu, tha `mastan frichti
san ti vía ton giro, frichtós ki esí
psófie theatí, s’ éna théama stiro.
|