Χριστούγεννα, Γης γελάει
κι ο κυρ Μανώλης ξαγρυπνά.
Γραμμάτια, ’μόλογα μετράει,
παλιόχαρτα του σατανά,
παλιόχαρτα του σατανά.
Ασ’ τον να μετράει τον πεχλιβάνη,
βάλ’ τον Καζαντζίδη δυνατά.
Γιόμισε το σπίτι ανθρωπομάνι,
παίζουνε τους μάγους τα παιδιά.
Όμορφη βραδιά, δόξα Παναγιά μου,
όμορφη βραδιά, δόξα Παναγιά!
Στην εργατιά Χριστός γεννιέται,
μα ο κυρ Μανώλης δε θωρεί.
Στα ’μόλογά του αποκοιμιέται,
ύπνο παντέρημο βαρύ,
ύπνο παντέρημο βαρύ.
Ασ’ τον να μετράει τον πεχλιβάνη,
βάλ’ τον Καζαντζίδη απ’ την αρχή.
Μπρούσκο το κρασί, Θεό με κάνει
κι έχω όλο τον ήλιο στην ψυχή.
Όμορφη βραδιά, δόξα Παναγιά μου,
όμορφη βραδιά, δόξα Παναγιά!
|
Christugenna, Gis gelái
ki o kir Manólis ksagripná.
Grammátia, ’móloga metrái,
paliócharta tu sataná,
paliócharta tu sataná.
As’ ton na metrái ton pechliváni,
vál’ ton Kazantzídi dinatá.
Giómise to spíti anthropománi,
pezune tus mágus ta pediá.
Όmorfi vradiá, dóksa Panagiá mu,
ómorfi vradiá, dóksa Panagiá!
Stin ergatiá Christós genniéte,
ma o kir Manólis de thori.
Sta ’mólogá tu apokimiéte,
ípno pantérimo varí,
ípno pantérimo varí.
As’ ton na metrái ton pechliváni,
vál’ ton Kazantzídi ap’ tin archí.
Brusko to krasí, Theó me káni
ki écho ólo ton ílio stin psichí.
Όmorfi vradiá, dóksa Panagiá mu,
ómorfi vradiá, dóksa Panagiá!
|