Κάθε δάκρυ και μια θάλασσα μπροστά μας
κι από πάνω μοναχά ο ουρανός.
Μια αγάπη που είχε μπει στα κόκαλά μας,
πέφτει τώρα όπως ο χαρταετός.
Χωρισμένο το δωμάτιο στη μέση,
σε μια ατμόσφαιρα που είναι εχθρική.
Το ταβάνι πάει καιρός, που έχει πέσει
και η πόρτα είναι μονίμως ανοιχτή.
Χτύπα κατάστηθα, μην αστοχήσεις
μόνο τον πόνο μπορείς να χαρίσεις,
χτύπα…
Χτύπα, το σώμα μου όρθιο μένει,
μα η καρδιά μου είναι γονατισμένη,
χτύπα…
Κάθε νύχτα το μαρτύριο αρχίζει
και δε λέει να τελειώσει, ως το πρωί.
Μπρος στο ψέμα η αλήθεια κοκκινίζει,
σαν δραπέτης τρέχει τώρα να κρυφτεί.
Η αγάπη μας κοιτάζει απ’ τον καθρέφτη
μια τον έναν μια τον άλλον σιωπηλά
και η αυλαία του έρωτά μας τώρα πέφτει,
γιατί παίζαμε κι οι δυο μας χαμηλά.
|
Káthe dákri ke mia thálassa brostá mas
ki apó páno monachá o uranós.
Mia agápi pu iche bi sta kókalá mas,
péfti tóra ópos o chartaetós.
Chorisméno to domátio sti mési,
se mia atmósfera pu ine echthrikí.
To taváni pái kerós, pu échi pési
ke i pórta ine monímos anichtí.
Chtípa katástitha, min astochísis
móno ton póno boris na charísis,
chtípa…
Chtípa, to sóma mu órthio méni,
ma i kardiá mu ine gonatisméni,
chtípa…
Káthe níchta to martírio archízi
ke de léi na teliósi, os to pri.
Bros sto pséma i alíthia kokkinízi,
san drapétis tréchi tóra na krifti.
I agápi mas kitázi ap’ ton kathréfti
mia ton énan mia ton állon siopilá
ke i avlea tu érotá mas tóra péfti,
giatí pezame ki i dio mas chamilá.
|