Συντροφιά με τα βιβλία
σε μια έρημη επαρχία ναυαγός,
φθινοπωρινή βροχούλα
ανεβάζω την κουκούλα και εμπρός…
Συνεχίζω την πορεία
στα απόκρυφα σημεία της καρδιάς
και πατάω τα φυλλαράκια
της ζωής μου τα χρονάκια κιτρίνισαν
Και η ζωή συνεχίζεται
στους δρόμους βγαίνει και στολίζεται
για να ‘ναι όμορφη σαν εξοχή.
Και η ψυχή μαγνητίζεται
στο χρόνο ολάνθιστη χαρίζεται
κι αφήνει την δικιά της εποχή.
Συντροφιά με τα βιβλία
των ηρώων η αγωνία στα χαρτιά
το δικό τους τέλος ξέρω
μα το άγραφο δεν ξέρω που νικά.
Ήταν μια μεγάλη βόλτα
στου σπιτιού μου πια την πόρτα έφτασα
και κοιτάζω απ’ τη βεράντα
τα λουλούδια των σαράντα κοκκίνισαν.
|
Sintrofiá me ta vivlía
se mia érimi eparchía nafagós,
fthinoporiní vrochula
anevázo tin kukula ke ebrós…
Sinechízo tin poria
sta apókrifa simia tis kardiás
ke patáo ta fillarákia
tis zoís mu ta chronákia kitrínisan
Ke i zoí sinechízete
stus drómus vgeni ke stolízete
gia na ‘ne ómorfi san eksochí.
Ke i psichí magnitízete
sto chróno olánthisti charízete
ki afíni tin dikiá tis epochí.
Sintrofiá me ta vivlía
ton iróon i agonía sta chartiá
to dikó tus télos kséro
ma to ágrafo den kséro pu niká.
Ήtan mia megáli vólta
stu spitiu mu pia tin pórta éftasa
ke kitázo ap’ ti veránta
ta luludia ton saránta kokkínisan.
|