Όνειρα κάναμε μες τη ζωή,
με πάθος και οι δυο μας αγαπιόμαστε
μα μπήκε ο τρίτος ανάμεσά μας
ενώ την άλλη Κυριακή θα παντρευόμαστε.
Ξημέρωνε η Κυριακή
χτυπούσαν οι καμπάνες.
Είχα μαυρίλα στην ψυχή
κι έβγαλα απόφαση σκληρή,
απόφαση σκληρή
να κλάψουνε δυο μάνες
Τη σκότωσα και τώρα πια
δεν περιμένω χάρη.
Ούτε και εγώ την κέρδισα
ούτε άλλος θα την πάρει.
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ
στην σκέψη πως την χάνω.
Όλα μπροστά μου είχαν σβηστεί
τα λογικά μου είχαν χαθεί
και εγκλημάτησα
στο πάθος μου απάνω
Για πάντα πια στη φυλακή
δεν περιμένω χάρη.
Ούτε και εγώ την κέρδισα
ούτε άλλος θα την πάρει.
Αν δεις στεφάνια και χαρές
το χέρι μου απλώνω.
Με αίμα το ‘βαψα γι’ αυτό
το έγκλημά μου το φρικτό
στα μαύρα σίδερα για πάντα
θα πληρώνω.
Για πάντα μες τη φυλακή
με συντροφιά τον πόνο
το έγκλημά μου το βαρύ
για πάντα θα πληρώνω.
|
Όnira káname mes ti zoí,
me páthos ke i dio mas agapiómaste
ma bíke o trítos anámesá mas
enó tin álli Kiriakí tha pantrevómaste.
Ksimérone i Kiriakí
chtipusan i kabánes.
Icha mavríla stin psichí
ki évgala apófasi sklirí,
apófasi sklirí
na klápsune dio mánes
Ti skótosa ke tóra pia
den periméno chári.
Oíte ke egó tin kérdisa
ute állos tha tin pári.
Den bóresa na kratithó
stin sképsi pos tin cháno.
Όla brostá mu ichan svisti
ta logiká mu ichan chathi
ke egklimátisa
sto páthos mu apáno
Gia pánta pia sti filakí
den periméno chári.
Oíte ke egó tin kérdisa
ute állos tha tin pári.
An dis stefánia ke charés
to chéri mu aplóno.
Me ema to ‘vapsa gi’ aftó
to égklimá mu to friktó
sta mavra sídera gia pánta
tha pliróno.
Gia pánta mes ti filakí
me sintrofiá ton póno
to égklimá mu to varí
gia pánta tha pliróno.
|