Κατάρα να ‘χει η άσπλαχνη
που μ’ έχει καταστρέψει,
μέρα και νύχτα στη ζωή
να την ετρώει η θλίψη,
η πίκρα απ’ τα χείλη της
ποτέ να μην της λείψει.
Όπως τις ώρες περνώ με λαχτάρα,
να σέρνει κοντά της μαύρη κατάρα,
της καρδιάς μου το “αχ” να την κάψει,
ζωντανή να την θάψει, ζωντανή να την θάψει.
Να κλαίει σαν μικρό παιδί,
να μην παρηγοριέται,
να στερηθεί η άσπλαχνη
και το νερό που πίνει
να νοθευτεί με δάκρυα,
φαρμάκι να της γίνει.
Όπως τις ώρες περνώ με λαχτάρα,
να σέρνει κοντά της μαύρη κατάρα,
της καρδιάς μου το “αχ” να την κάψει,
ζωντανή να την θάψει, ζωντανή να την θάψει.
|
Katára na ‘chi i ásplachni
pu m’ échi katastrépsi,
méra ke níchta sti zoí
na tin etrói i thlípsi,
i píkra ap’ ta chili tis
poté na min tis lipsi.
Όpos tis óres pernó me lachtára,
na sérni kontá tis mavri katára,
tis kardiás mu to “ach” na tin kápsi,
zontaní na tin thápsi, zontaní na tin thápsi.
Na klei san mikró pedí,
na min parigoriéte,
na sterithi i ásplachni
ke to neró pu píni
na nothefti me dákria,
farmáki na tis gini.
Όpos tis óres pernó me lachtára,
na sérni kontá tis mavri katára,
tis kardiás mu to “ach” na tin kápsi,
zontaní na tin thápsi, zontaní na tin thápsi.
|