Το ξένο δέρμα ας γυαλίσει
ελεύθερο από δική σου απόφαση
το κρύο σου γάντι θα φροντίσει
να το αγριέψει στην όποια απόσταση
Γονατισμένη ό,τι χαϊδεύεις κοντά στο στήθος σου
με χρυσή αλυσίδα όλο παλεύεις
να το σκεπάσεις κάτω απ’ τον ίσκιο σου.
Το καθαρόαιμο πια πονάει
κι εσύ στο γέλιο σου τυφλώνεσαι
Όσο ο λαιμός του σε τραβάει
σα φλέβα η γραφή στο πρόσωπό σου θα απλώνεται.
Κι όμως θα ορκιζόμουν πως ήρθες στο τέρμα
αυλαία το πέπλο σου σηκώνεται
μου δείχνει τα δόντια του και ορμάει
στην αγκαλιά μου μ’ ένα σου ψίθυρο.
|
To kséno dérma as gialísi
elefthero apó dikí su apófasi
to krío su gánti tha frontísi
na to agriépsi stin ópia apóstasi
Gonatisméni ó,ti chaidevis kontá sto stíthos su
me chrisí alisída ólo palevis
na to skepásis káto ap’ ton ískio su.
To katharóemo pia ponái
ki esí sto gélio su tiflónese
Όso o lemós tu se travái
sa fléva i grafí sto prósopó su tha aplónete.
Ki ómos tha orkizómun pos írthes sto térma
avlea to péplo su sikónete
mu dichni ta dóntia tu ke ormái
stin agkaliá mu m’ éna su psíthiro.
|