Ένα σου σινιάλο μια ματιά
άναψε στα μάτια μου φωτιά
έκαψε όλη τη νύχτα και τον ουρανό
μια φωτιά που σβήνει μόνο σε ωκεανό.
Κλείσε μου το μάτι άλλη μια
βρε καλώς την πάλι τη ζημιά
που θα βγάλει τη χαρά της από τη ντροπή
ότι γίνει όταν θέλεις γίνεται ευχή.
Κι αφού μέσα στα μάτια μου
δεν καθρεφτίζετ’ άλλη
έλα τώρα έλα να με βρεις
ο έρωτας που χάνεται γίνεται παραζάλη
αγάπη που `χει μείνει στο χωρίς.
Το χειμώνα ανθίζει η αμυγδαλή
τόσα χρόνια μόνη και τρελή
κι ύστερα περνάει η τύχη και της κόβει κλώνους
τους χαρίζει στους χαμένους και αυτοί στους μόνους.
Μ’ ένα σου χαμόγελο κλειδί του παραδείσου
γίνεται η νύχτα πυρκαγιά
γλυκαίνονται τα μάτια μου να βλέπουν το κορμί σου…
πώς θα σβήσει ετούτη η φωτιά.
|
Έna su siniálo mia matiá
ánapse sta mátia mu fotiá
ékapse óli ti níchta ke ton uranó
mia fotiá pu svíni móno se okeanó.
Klise mu to máti álli mia
vre kalós tin páli ti zimiá
pu tha vgáli ti chará tis apó ti ntropí
óti gini ótan thélis ginete efchí.
Ki afu mésa sta mátia mu
den kathreftízet’ álli
éla tóra éla na me vris
o érotas pu chánete ginete parazáli
agápi pu `chi mini sto chorís.
To chimóna anthízi i amigdalí
tósa chrónia móni ke trelí
ki ístera pernái i tíchi ke tis kóvi klónus
tus charízi stus chaménus ke afti stus mónus.
M’ éna su chamógelo klidí tu paradisu
ginete i níchta pirkagiá
glikenonte ta mátia mu na vlépun to kormí su…
pós tha svísi etuti i fotiá.
|