Μάτια μου σε ψηλό βουνό
Θ’ανέβω μήπως και τα δω,
όλα τα νησιά, το Θιάκι και τη Τζιά.
Μάνα μου απ’τη Νίσυρο
και ως το Τζάντε το χλωρό,
βήματα θεού, σαν κρίνα του γιαλού.
Αχ, έλα στη Λευκάδα,
νύχτα με φεγγαράδα,
να πιάσεις το φεγγάρι με συρτή.
Αχ, και στη Σαντορίνη,
έλα σαν το δελφίνι
το αίμα σου να γίνει θαλασσί.
Μάτια μου σαν μικρός θεός,
απ’ το ‘να στ’ άλλο πέλαγος,
έγια μόλα γεια, με μία δρασκελιά.
Μάνα μου αχ από τη Νιο
και μέχρι το Ιόνιο,
βήματα θεού, σαν κρίνα του γιαλού.
Αχ, έλα και στη Θάσο,
στην Κρήτη και στη Σκιάθο,
να λιώσουμε παπούτσια στο χορό.
Αχ, και στη Μυτιλήνη,
στην Κύπρο στη Λευκίμμη,
γαρύφαλλα να στρώσω στο νερό.
|
Mátia mu se psiló vunó
Th’anévo mípos ke ta do,
óla ta nisiá, to Thiáki ke ti Tziá.
Mána mu ap’ti Nísiro
ke os to Tzánte to chloró,
vímata theu, san krína tu gialu.
Ach, éla sti Lefkáda,
níchta me fengaráda,
na piásis to fengári me sirtí.
Ach, ke sti Santoríni,
éla san to delfíni
to ema su na gini thalassí.
Mátia mu san mikrós theós,
ap’ to ‘na st’ állo pélagos,
égia móla gia, me mía draskeliá.
Mána mu ach apó ti Nio
ke méchri to Iónio,
vímata theu, san krína tu gialu.
Ach, éla ke sti Tháso,
stin Kríti ke sti Skiátho,
na liósume paputsia sto choró.
Ach, ke sti Mitilíni,
stin Kípro sti Lefkímmi,
garífalla na stróso sto neró.
|