Μου παρήγγειλε η Μαρούσα,
η μικρή ξανθομαλλούσα,
συντροφιά να της κρατήσω
και να της κρυφομιλήσω.
Γιατί μένει η καημένη,
μόνη, παραπονεμένη
και φοβάται το σκοτάδι,
όταν πέφτει αργά το βράδυ.
Να καθίσουμε στο τζάκι,
να τα πούμ’ ένα χεράκι,
για φουστάνια και στολίδια
και για τρέλες και παιχνίδια.
Μα τα μάτια της τα μαύρα,
που ‘ν’ όλο φωτιά και λάβρα,
σαν κοιτάζουν κατά ‘μένα,
με φοβίζουνε κι εμένα.
Και γι’ αυτό θα της μηνύσω,
σπίτι της δε θα πατήσω,
απ’ το φόβο μ’ ο καημένος,
μήπως φύγω τσιμπημένος.
|
Mu paríngile i Marusa,
i mikrí ksanthomallusa,
sintrofiá na tis kratíso
ke na tis krifomilíso.
Giatí méni i kaiméni,
móni, paraponeméni
ke fováte to skotádi,
ótan péfti argá to vrádi.
Na kathísume sto tzáki,
na ta pum’ éna cheráki,
gia fustánia ke stolídia
ke gia tréles ke pechnídia.
Ma ta mátia tis ta mavra,
pu ‘n’ ólo fotiá ke lávra,
san kitázun katá ‘ména,
me fovízune ki eména.
Ke gi’ aftó tha tis miníso,
spíti tis de tha patíso,
ap’ to fóvo m’ o kaiménos,
mípos fígo tsibiménos.
|