Με κυνηγούν οι νόμοι
με τρων’ οι μαύροι δρόμοι
και ποιος να ξέρει ακόμα
τι άλλο θα με βρει.
Στην τόση παραζάλη
μπορεί να είχα σφάλει
κι αντί να με γλιτώσεις
με πρόδωσες κι εσύ.
Από τους νόμους κυνηγημένος
για μια γυναίκα πάω χαμένος.
Στη συμφορά μου
στον πόνο απάνω
είπα να σβήσω και να πεθάνω
μα η σκληρή καρδιά σου
αυτό παρακαλά.
Γι’ αυτό στα βήματά σου
θα γίνω η σκιά σου
να δηλητηριάζω την κάθε σου χαρά.
Από τους νόμους κυνηγημένος
για μια γυναίκα πάω χαμένος.
Κακιά γυναίκα και κολασμένη
εσύ μια μέρα θα πας χαμένη
τα κρίματά σου όλα
θα πληρωθούν εδώ.
Με την ψυχή στο στόμα
θα κρατηθώ ακόμα
το μαύρο σου το τέλος
ας δω και ας χαθώ.
|
Me kinigun i nómi
me tron’ i mavri drómi
ke pios na kséri akóma
ti állo tha me vri.
Stin tósi parazáli
bori na icha sfáli
ki antí na me glitósis
me pródoses ki esí.
Apó tus nómus kinigiménos
gia mia gineka páo chaménos.
Sti simforá mu
ston póno apáno
ipa na svíso ke na petháno
ma i sklirí kardiá su
aftó parakalá.
Gi’ aftó sta vímatá su
tha gino i skiá su
na dilitiriázo tin káthe su chará.
Apó tus nómus kinigiménos
gia mia gineka páo chaménos.
Kakiá gineka ke kolasméni
esí mia méra tha pas chaméni
ta krímatá su óla
tha plirothun edó.
Me tin psichí sto stóma
tha kratithó akóma
to mavro su to télos
as do ke as chathó.
|