Μέσ’ την απάνω γειτονιά,
πως δε ραγίζουνε τα βουνά,
στην παρακάτω ρούγα, για (ι)δές,
κλαράκια μην ανθίστε ποτές.
Μια χήρα έχει όμορφον υγιό,
έβγα στ’ αγνάντιο για να σε (ι)δώ,
όμορφο παλικάρι, για (ι)δές,
κλαράκια μην ανθίστε ποτές.
Τονε ζηλεύει η γειτονιά
τρέμουν ραγίζουν τα βουνά,
τον αγαπάει και η ρούγα, για (ι)δές,
κλαράκια μην ανθίστε ποτές.
Τον αγαπάει και η μάνα του,
τρομάρα το και λαχτάρα του,
άντρα για να τον κάνει, για (ι)δές,
κάμποι μη λελουδίστε ποτές.
Σώπα ρε μάνα μην το λες
Αυτό δε γίνεται ποτές.
|
Més’ tin apáno gitoniá,
pos de ragizune ta vuná,
stin parakáto ruga, gia (i)dés,
klarákia min anthíste potés.
Mia chíra échi ómorfon igió,
évga st’ agnántio gia na se (i)dó,
ómorfo palikári, gia (i)dés,
klarákia min anthíste potés.
Tone zilevi i gitoniá
trémun ragizun ta vuná,
ton agapái ke i ruga, gia (i)dés,
klarákia min anthíste potés.
Ton agapái ke i mána tu,
tromára to ke lachtára tu,
ántra gia na ton káni, gia (i)dés,
kábi mi leludíste potés.
Sópa re mána min to les
Aftó de ginete potés.
|