Μες στων ματιών σου τα νερά
χωρίς βαρκούλα μπήκα,
στολίστηκα και ντύθηκα
της εμμορφιάς την προίκα.
Κι έβαλα τ’ άνθη της μηλιάς
και του πελάγου τ’ άστρα,
τους πύργους της Μονεμβασιάς,
της Βενετιάς τα κάστρα.
Κι έβαλα και μια φυλακή
γεμάτη παλληκάρια,
με ζωγραφιές και γράμματα,
της μάνας τους χαμπάρια,
με ζωγραφιές και γράμματα,
της μάνας τους χαμπάρια.
Έβαλα και της ξενιτιάς
τα πυρωμένα γάντια
που καίνε όποιον τα φορεί
και λυώνουνε παλάτια.
Έβαλα κι έναν ποταμό,
να ‘ρχονται οι περδικούλες,
να πίνουνε κρύο νερό
μονόχαρες, μονόχαρες φωνούλες.
Έβαλα και τα χάδια σου,
τα δίκοπα φιλιά σου,
τα λόγια που σαν κύματα
με φέρανε κοντά σου,
τα λόγια που σαν κύματα
με φέρανε κοντά σου.
Έβαλα της αυγής λινά,
της νύχτας τα βελούδα,
της δύσης τα μεταξωτά
κι όλα τα κάλλη που ‘δα.
|
Mes ston matión su ta nerá
chorís varkula bíka,
stolístika ke ntíthika
tis emmorfiás tin prika.
Ki évala t’ ánthi tis miliás
ke tu pelágu t’ ástra,
tus pírgus tis Monemvasiás,
tis Oenetiás ta kástra.
Ki évala ke mia filakí
gemáti pallikária,
me zografiés ke grámmata,
tis mánas tus chabária,
me zografiés ke grámmata,
tis mánas tus chabária.
Έvala ke tis ksenitiás
ta piroména gántia
pu kene ópion ta fori
ke liónune palátia.
Έvala ki énan potamó,
na ‘rchonte i perdikules,
na pínune krío neró
monóchares, monóchares fonules.
Έvala ke ta chádia su,
ta díkopa filiá su,
ta lógia pu san kímata
me férane kontá su,
ta lógia pu san kímata
me férane kontá su.
Έvala tis avgís liná,
tis níchtas ta veluda,
tis dísis ta metaksotá
ki óla ta kálli pu ‘da.
|