Μια μικρή στο Περιστέρι
Μες στου Λαναρά δουλεύει.
Όλη μέρα μασουρίζει
Και το βράδυ μου γυρίζει.
Βάζει πούντρα και κραγιόνι
Κι έρχεται και μ’ ανταμώνει.
Στην ταβέρνα ξεκινάμε
Και τη σούρα αρχινάμε.
Στην ταβέρνα ξεκινάμε
Αχ, και το γλέντι αρχινάμε.
Σαν σουρώνει η μικρούλα
Μου φωνάζει, αχ, μανούλα.
Το μυαλό μου μασουρίζει
Αχ, και σαν αργαλειός γυρίζει.
Τότε φεύγουμε για σπίτι
Και στο δρόμο σαν μαγνήτη
Με τραβά η αγκαλιά της
Και μου δίνει τα φιλιά της.
Το πρωί βαλαντωμένη
Σαν την κλώσα τη βρεγμένη
Μες στου Λαναρά πηγαίνει
Και τον αργαλειό της ‘φαίνει.
|
Mia mikrí sto Peristéri
Mes stu Lanará dulevi.
Όli méra masurízi
Ke to vrádi mu girízi.
Oázi puntra ke kragióni
Ki érchete ke m’ antamóni.
Stin tavérna ksekináme
Ke ti sura archináme.
Stin tavérna ksekináme
Ach, ke to glénti archináme.
San suróni i mikrula
Mu fonázi, ach, manula.
To mialó mu masurízi
Ach, ke san argaliós girízi.
Tóte fevgume gia spíti
Ke sto drómo san magníti
Me travá i agkaliá tis
Ke mu díni ta filiá tis.
To pri valantoméni
San tin klósa ti vregméni
Mes stu Lanará pigeni
Ke ton argalió tis ‘feni.
|