Σε πλάνεψε η ντόλτσε βίτα,
αυτή που λεν ζωή γλυκιά,
και κάθε μέρα κατεβαίνεις
της κοινωνίας τα σκαλιά.
Γιατί, γιατί,
αγάπη μου γλυκιά;
Με πόνο παρακολουθώ
όπως κυλάς στα σκαλοπάτια,
μα να σε σώσω δεν μπορώ
όσο και αν κλαιν τα δυο μου μάτια.
Είναι γλυκιά η ντόλτσε βίτα
που σε αιχμαλώτισε μια νύχτα.
Αν μετανιώσεις και σταθείς
στο τελευταίο σκαλοπάτι,
κοντά μου γύρνα, μην ντραπείς,
Σε συγχωρώ, γλυκιά μου αγάπη.
Παράτησε την ντόλτσε βίτα
προτού χαθείς και εσύ μια νύχτα.
Σε πλάνεψε η ντόλτσε βίτα,
αυτή που λεν ζωή γλυκιά,
και κάθε μέρα κατεβαίνεις
της κοινωνίας τα σκαλιά.
|
Se plánepse i ntóltse víta,
aftí pu len zoí glikiá,
ke káthe méra katevenis
tis kinonías ta skaliá.
Giatí, giatí,
agápi mu glikiá;
Me póno parakoluthó
ópos kilás sta skalopátia,
ma na se sóso den boró
óso ke an klen ta dio mu mátia.
Ine glikiá i ntóltse víta
pu se echmalótise mia níchta.
An metaniósis ke stathis
sto telefteo skalopáti,
kontá mu girna, min ntrapis,
Se sigchoró, glikiá mu agápi.
Parátise tin ntóltse víta
protu chathis ke esí mia níchta.
Se plánepse i ntóltse víta,
aftí pu len zoí glikiá,
ke káthe méra katevenis
tis kinonías ta skaliá.
|