Χτυπάει τον μόνο η αυγή
που έχει τη λύπη ταίρι
Σπρωξιά γερή, μετωπική
μετά κανείς δεν ξέρει
Τον πόνο κάνει φυλαχτό
τους φόβους του αγαπάει
Στήνει τα βράδια, σκηνικό
κι όπου τον πάει, πάει
Απ’ τη μοίρα σου δραπέτης
λυτρωμένος μα και φταίχτης
ξαναγύρισες
Μια και δυο και τρεις και δέκα
σαν κορίτσι και γυναίκα
εσύ με φίλησες
Χτυπάει τον ξένο η αυγή
με τον καημό στο χέρι
Του τραγουδάει, του μιλά
την ξενιτιά του ξέρει
Κερνάει καπνό, φυσάει λυγμό
φέρνει στο νου του εκείνη
και γαληνεύει, την κοιτά
όταν τα μάτια κλείνει
|
Chtipái ton móno i avgí
pu échi ti lípi teri
Sproksiá gerí, metopikí
metá kanis den kséri
Ton póno káni filachtó
tus fóvus tu agapái
Stíni ta vrádia, skinikó
ki ópu ton pái, pái
Ap’ ti mira su drapétis
litroménos ma ke ftechtis
ksanagirises
Mia ke dio ke tris ke déka
san korítsi ke gineka
esí me fílises
Chtipái ton kséno i avgí
me ton kaimó sto chéri
Tu tragudái, tu milá
tin ksenitiá tu kséri
Kernái kapnó, fisái ligmó
férni sto nu tu ekini
ke galinevi, tin kitá
ótan ta mátia klini
|