Όταν ο πλάστης σκεπτόταν το φως
ψηλά της μέρας να λάμπει το φως
είδε τα μάτια σου κάτω στη γη
και γεννηθείτω φωνάζει η αυγή
Όλα σου τα ‘δωσε ο Θεός μ’ απλοχεριά
και είναι όλα σου με κάδιο ζυμωμένα
μαλαματένια η ζεστή σου η καρδιά
και δυο μαρόνια που κοιτούν μονάχα εμένα
Πήραν τα μύρα την τόση ευωδιά
μαζί με πόθο κι αγάπης φωτιά
σ’ έφτιαξε ολόκληρη κούκλα χρυσή
κι ένα απ’ τα θαύματα είσαι και συ
Όλα σου τα ‘δωσε ο Θεός μ’ απλοχεριά
και είναι όλα σου με κάδιο ζυμωμένα
μαλαματένια η ζεστή σου η καρδιά
και δυο μαρόνια που κοιτούν μονάχα εμένα
|
Όtan o plástis skeptótan to fos
psilá tis méras na lábi to fos
ide ta mátia su káto sti gi
ke gennithito fonázi i avgí
Όla su ta ‘dose o Theós m’ aplocheriá
ke ine óla su me kádio zimoména
malamaténia i zestí su i kardiá
ke dio marónia pu kitun monácha eména
Píran ta míra tin tósi evodiá
mazí me pótho ki agápis fotiá
s’ éftiakse olókliri kukla chrisí
ki éna ap’ ta thafmata ise ke si
Όla su ta ‘dose o Theós m’ aplocheriá
ke ine óla su me kádio zimoména
malamaténia i zestí su i kardiá
ke dio marónia pu kitun monácha eména
|