Ένα παλιοσταυρόλεξο έγινε η ζωή μου,
εικόνες χίλιες τριγυρνούν και φεύγουνε μαζί μου,
με ένα κάρο όνειρα και άλλα τόσα απόντα,
ποτέ μου δεν απόκτησα γκόμενα με προσόντα.
Κι εγώ κοντός, μουντός, στεγνός,
ίσως και λίγο μανιακός,
κι εσείς κοντοί, μουντοί, στεγνοί,
ίσως και λίγο μανιακοί.
Πέφτει το δειλινό βαρύ, η νύχτα με σκεπάζει,
στη σκοτεινή σου αγκαλιά τίποτα δεν αλλάζει,
το “σήμερα” και το “αύριο”, δυο λέξεις φορεμένες,
κουστούμια καλοκαιρινά σε νύχτες παγωμένες.
Κι εγώ κοντός, μουντός, στεγνός,
ίσως και λίγο μανιακός,
κι εσείς κοντοί, μουντοί, στεγνοί,
ίσως και λίγο μανιακοί.
Κι εγώ κοντός, μουντός, στεγνός,
ίσως και λίγο μανιακός,
κι εσείς κοντοί, μουντοί, στεγνοί,
τζατζίκι και πολιτική
|
Έna paliostavrólekso égine i zoí mu,
ikónes chílies trigirnun ke fevgune mazí mu,
me éna káro ónira ke álla tósa apónta,
poté mu den apóktisa gkómena me prosónta.
Ki egó kontós, muntós, stegnós,
ísos ke lígo maniakós,
ki esis konti, munti, stegni,
ísos ke lígo maniaki.
Péfti to dilinó varí, i níchta me skepázi,
sti skotiní su agkaliá típota den allázi,
to “símera” ke to “avrio”, dio léksis foreménes,
kustumia kalokeriná se níchtes pagoménes.
Ki egó kontós, muntós, stegnós,
ísos ke lígo maniakós,
ki esis konti, munti, stegni,
ísos ke lígo maniaki.
Ki egó kontós, muntós, stegnós,
ísos ke lígo maniakós,
ki esis konti, munti, stegni,
tzatzíki ke politikí
|