Ραγισμένα τα μάτια σου σαν σπασμένος καθρέφτης
ποιος να ήταν ο ψεύτης, της καρδιάς ο φονιάς,
κι έχει γίνει το βλέμμα σου νυχτοπούλι μες στα δίχτυα,
χειμωνιάτικη νύχτα που τη δέρνει ο χιονιάς.
Έλα, έλα, έλα κοντά μου,
έλα τον καημό σου να μου πεις,
έλα, έλα, έλα, έρωτά μου,
μες στα χέρια μου να ζεσταθείς.
Η φωνή σου, παράπονο ραγισμένης καμπάνας,
μοιρολόι της μάνας και καημός γειτονιάς,
κι έχει γίνει το βλέμμα σου νυχτοπούλι μες στα δίχτυα,
χειμωνιάτικη νύχτα που τη δέρνει ο χιονιάς.
Έλα, έλα, έλα κοντά μου,
έλα τον καημό σου να μου πεις,
έλα, έλα, έλα, έρωτά μου,
μες στα χέρια μου να ζεσταθείς.
|
Ragisména ta mátia su san spasménos kathréftis
pios na ítan o pseftis, tis kardiás o foniás,
ki échi gini to vlémma su nichtopuli mes sta díchtia,
chimoniátiki níchta pu ti dérni o chioniás.
Έla, éla, éla kontá mu,
éla ton kaimó su na mu pis,
éla, éla, éla, érotá mu,
mes sta chéria mu na zestathis.
I foní su, parápono ragisménis kabánas,
mirolói tis mánas ke kaimós gitoniás,
ki échi gini to vlémma su nichtopuli mes sta díchtia,
chimoniátiki níchta pu ti dérni o chioniás.
Έla, éla, éla kontá mu,
éla ton kaimó su na mu pis,
éla, éla, éla, érotá mu,
mes sta chéria mu na zestathis.
|