Όπως κυλάει στο χώμα
της φυγής σου το νερό,
έτσι σε θέλω ακόμα
με ένα αίτημα απλό,
να γνωριστούμε απ’ την αρχή,
να με καις σαν ήλιος το πρωί.
Άραγε πού να ‘σαι, πού είσαι εσύ.
Σ’ έχασα, σαν παρτίδα.
Σ’ έχασα, σαν πατρίδα,
σα Θεό,
μα δε σε ξέχασα.
Σε μετράω στις σκιές,
στην απόστασή μας βάζω φωτιές,
γιατί θέλω πριν με κάψεις
να ανάψεις
ξανά, να με θες.
Σε μετράω απ’ την αρχή,
κύμα κύμα σε μια θάλασσα οργή
και στου κόσμου μου την άκρη
στο δάκρυ,
στη μέσα μου γη.
Τώρα μες στα νερά μου
καθρεφτίζεται πιστά,
το κάστρο που ‘χεις χτίσει
για να ζούμε αντικριστά
το πάθος που κινεί βουνά,
το κρατάς στου «εγώ» σου τα σχοινιά.
Άραγε πού να ‘σαι, πού είσαι πια.
|
Όpos kilái sto chóma
tis figís su to neró,
étsi se thélo akóma
me éna etima apló,
na gnoristume ap’ tin archí,
na me kes san ílios to pri.
Άrage pu na ‘se, pu ise esí.
S’ échasa, san partída.
S’ échasa, san patrída,
sa Theó,
ma de se kséchasa.
Se metráo stis skiés,
stin apóstasí mas vázo fotiés,
giatí thélo prin me kápsis
na anápsis
ksaná, na me thes.
Se metráo ap’ tin archí,
kíma kíma se mia thálassa orgí
ke stu kósmu mu tin ákri
sto dákri,
sti mésa mu gi.
Tóra mes sta nerá mu
kathreftízete pistá,
to kástro pu ‘chis chtísi
gia na zume antikristá
to páthos pu kini vuná,
to kratás stu «egó» su ta schiniá.
Άrage pu na ‘se, pu ise pia.
|