Ήτανε βράδυ στο ποτάμι
κι η νύχτα με μαβιά παλάμη
ξέπλεκε κάθε της πλοκάμι
μες στο νερό που πόντιζε τη βαριά μας καρδιά
Ήταν το βράδυ ένα μετάξι
και στην ψυχή είχε βάλει τάξη
η σκέψη που όλα τα `σωσε προτού να γεννηθούν
Κάποτε ανάβαν παραθύρια
κάποτε γέρναν τα γιοφύρια
και τα μουντά κι άναρθρα κτίρια
μας έδειχναν πως οι καρδιές χαλνούν ότι ποθούν
Μείναμε μόνοι δίχως γνώμη
ίσως μας πείραξε το ρόμι
που η νύχτα μητριά μας ποτίζει πυκνό
και μες στους δρόμους τα φανάρια
χορεύανε τρελά, σαν ζάρια
Πότε γοργά και πότε ανάρια
που κάποιο χέρι πέταγε λευκά απ’ τον ουρανό
|
Ήtane vrádi sto potámi
ki i níchta me maviá palámi
ksépleke káthe tis plokámi
mes sto neró pu póntize ti variá mas kardiá
Ήtan to vrádi éna metáksi
ke stin psichí iche váli táksi
i sképsi pu óla ta `sose protu na gennithun
Kápote anávan parathíria
kápote gérnan ta giofíria
ke ta muntá ki ánarthra ktíria
mas édichnan pos i kardiés chalnun óti pothun
Miname móni díchos gnómi
ísos mas pirakse to rómi
pu i níchta mitriá mas potízi piknó
ke mes stus drómus ta fanária
chorevane trelá, san zária
Póte gorgá ke póte anária
pu kápio chéri pétage lefká ap’ ton uranó
|