Σαν ανοιξιάτικο καράβι, όλο πανιά χρωματιστά
Όσα η ζωή σου έχει βάρη, τα ‘ριξες μέσα στα νερά
Το άχρηστο ρούχο σου βυθίζεις στη ρότα σου την ξωτικιά
Τον μυστικό αγώνα αρχίζεις, ‘κείνον που η θάλασσα ζητά
Βλέπεις το γυάλισμα του απείρου στο σώμα σου ν’ αντανακλά
Κι είσαι το μέτρο ενός ονείρου αυτού που η ζωή χρωστά
Ξέφρενο, ανόθευτο μεθύσι, σώμα απαλό και φωτεινό
Αστείρευτη, αρχαία βρύση, άσπρο στεφάνι μυθικό
Σαν μια φωτιά μέσα στο χιόνι που μας καλεί από μακριά
Είσαι ένα φως που ελευθερώνει αυτούς που τρέμουν τα στοιχειά
Στην πλώρη όρθιο το κορμί σου, το στόμα σου υγρός χρησμός
Άπλετη ακούγεται η φωνή σου για σένα δε μετρά ο καιρός
|
San aniksiátiko karávi, ólo paniá chromatistá
Όsa i zoí su échi vári, ta ‘rikses mésa sta nerá
To áchristo rucho su vithízis sti róta su tin ksotikiá
Ton mistikó agóna archízis, ‘kinon pu i thálassa zitá
Olépis to giálisma tu apiru sto sóma su n’ antanaklá
Ki ise to métro enós oniru aftu pu i zoí chrostá
Kséfreno, anóthefto methísi, sóma apaló ke fotinó
Astirefti, archea vrísi, áspro stefáni mithikó
San mia fotiá mésa sto chióni pu mas kali apó makriá
Ise éna fos pu eleftheróni aftus pu trémun ta stichiá
Stin plóri órthio to kormí su, to stóma su igrós chrismós
Άpleti akugete i foní su gia séna de metrá o kerós
|