Αν θες να μάθεις τι έπαθα
και σου ζητώ στοργή,
κυνηγημένο μ’ έφερε
η ανθρώπινη οργή.
Σκουπίδι εγώ, κουρέλι εσύ,
τα ψίχουλα του κόσμου,
σου δίνω την ανάσα μου
κι αν θες, κουράγιο δώσ’ μου.
Στα πληγωμένα μου φτερά,
το χέρι σου ν’ απλώσεις
και τις ανθρώπινες πληγές
εσύ να μου στεγνώσεις.
Σκουπίδι εγώ, κουρέλι εσύ,
τα ψίχουλα του κόσμου,
σου δίνω την ανάσα μου
κι αν θες, κουράγιο δώσ’ μου.
Τις πίκρες και τα βάσανα
μόνος μου δε θ’ αντέξω,
δώσ’ μου κι εσύ τις πίκρες σου,
στεφάνι να τις πλέξω.
Σκουπίδι εγώ, κουρέλι εσύ,
τα ψίχουλα του κόσμου,
σου δίνω την ανάσα μου
κι αν θες, κουράγιο δώσ’ μου.
|
An thes na máthis ti épatha
ke su zitó storgí,
kinigiméno m’ éfere
i anthrópini orgí.
Skupídi egó, kuréli esí,
ta psíchula tu kósmu,
su díno tin anása mu
ki an thes, kurágio dós’ mu.
Sta pligoména mu fterá,
to chéri su n’ aplósis
ke tis anthrópines pligés
esí na mu stegnósis.
Skupídi egó, kuréli esí,
ta psíchula tu kósmu,
su díno tin anása mu
ki an thes, kurágio dós’ mu.
Tis píkres ke ta vásana
mónos mu de th’ antékso,
dós’ mu ki esí tis píkres su,
stefáni na tis plékso.
Skupídi egó, kuréli esí,
ta psíchula tu kósmu,
su díno tin anása mu
ki an thes, kurágio dós’ mu.
|