Ήτανε θολά τα τζάμια στο κουτούκι
κι απ’ το βάθος αντηχούσε το μπουζούκι
στα τραπέζια οι θαμώνες,
της ζωής παλιές εικόνες.
Άλλος ήτανε εργάτης
άλλος ήταν μαραγκός
άλλος δούλευε στα τρένα
κι άλλος ήταν ναυτικός.
Γεροντόμαγκας γκαρσόνι τους σερβίρει
απ’ τα χέρια του γλιστράει το ποτήρι
και στο κάντρο η Γενοβέφα
βλέπει αυτούς που παίζουν πρέφα.
Άλλος ήτανε εργάτης
άλλος ήταν μαραγκός
άλλος δούλευε στα τρένα
κι άλλος ήταν ναυτικός.
Έξω απ’ τα θολά τα τζάμια χιόνι πέφτει
και κρεμάσανε τον φάντη στον καθρέφτη
κι όλοι μες στην Φρεαττύδα
ζουν με μια μικρή ελπίδα.
Άλλος ήτανε εργάτης
άλλος ήταν μαραγκός
άλλος δούλευε στα τρένα
κι άλλος ήταν ναυτικός.
|
Ήtane tholá ta tzámia sto kutuki
ki ap’ to váthos antichuse to buzuki
sta trapézia i thamónes,
tis zoís paliés ikónes.
Άllos ítane ergátis
állos ítan maragkós
állos duleve sta tréna
ki állos ítan naftikós.
Gerontómagkas gkarsóni tus servíri
ap’ ta chéria tu glistrái to potíri
ke sto kántro i Genovéfa
vlépi aftus pu pezun préfa.
Άllos ítane ergátis
állos ítan maragkós
állos duleve sta tréna
ki állos ítan naftikós.
Έkso ap’ ta tholá ta tzámia chióni péfti
ke kremásane ton fánti ston kathréfti
ki óli mes stin Freattída
zun me mia mikrí elpída.
Άllos ítane ergátis
állos ítan maragkós
állos duleve sta tréna
ki állos ítan naftikós.
|