Στο καφενείο της ακτής
ήρθες το όχι να μου πεις,
τα μάτια όμως λέγαν “ναι”,
άλλα ομολογήσανε.
Έρωτα, άγνωστε ουρανέ,
εμείς το είπαμε το ναι
τότε που γεννηθήκαμε,
τίποτε δε μας λύγισε ποτέ.
Έρωτα, κράτα δυνατά,
το όχι λογαριάσαμε.
Το είπαμε και μάθαμε
με “όχι” ν’ ανεβαίνουμε ψηλά.
Στο καφενείο το γνωστό
με παίδεψες σαν το Χριστό,
τα μάτια όμως είπαν “ναι”
κι άλλα ακολουθήσανε.
Έρωτα, άγνωστε ουρανέ,
εμείς το είπαμε το ναι
τότε που γεννηθήκαμε,
τίποτε δε μας λύγισε ποτέ.
Έρωτα, κράτα δυνατά,
το όχι λογαριάσαμε.
Το είπαμε και μάθαμε
με “όχι” ν’ ανεβαίνουμε ψηλά.
|
Sto kafenio tis aktís
írthes to óchi na mu pis,
ta mátia ómos légan “ne”,
álla omologísane.
Έrota, ágnoste urané,
emis to ipame to ne
tóte pu gennithíkame,
típote de mas lígise poté.
Έrota, kráta dinatá,
to óchi logariásame.
To ipame ke máthame
me “óchi” n’ anevenume psilá.
Sto kafenio to gnostó
me pedepses san to Christó,
ta mátia ómos ipan “ne”
ki álla akoluthísane.
Έrota, ágnoste urané,
emis to ipame to ne
tóte pu gennithíkame,
típote de mas lígise poté.
Έrota, kráta dinatá,
to óchi logariásame.
To ipame ke máthame
me “óchi” n’ anevenume psilá.
|