Μια μικρούλα μ’ έχει μπλέξει στο χορό
θέλω για να παντρευτώ και δεν μπορώ.
Άιντε πλάκωσε η αναδουλειά κι αψιλίες
έχω βρε παιδιά, αχ αυτά τα έρημα λεφτά
άιντε μου χαλάνε το σεβντά.
Έχω δώσει αραντεβού για να την δω
κι είμαι αδέκαρος, βρε πώς να της το πω;
Άιντε πλάκωσ’ η αναδουλειά κι αψιλίες
έχω βρε παιδιά, αχ αυτά τα έρημα λεφτά
άιντε μου χαλάνε το σεβντά.
Αχ τι κακό που είναι η αψιλία!
Κι όταν κάνω βρε δυο μεροκάματα
θα την κλέψω τα γλυκοχαράματα,
άιντε και θα πιάσω έναν παπά
άιντε να μας βάλει τον χαλκά. Τότε θα `ρθει
το συμπεθεριό άιντε να μας πάρει στο χωριό.
|
Mia mikrula m’ échi bléksi sto choró
thélo gia na pantreftó ke den boró.
Άinte plákose i anaduliá ki apsilíes
écho vre pediá, ach aftá ta érima leftá
áinte mu chaláne to sevntá.
Έcho dósi arantevu gia na tin do
ki ime adékaros, vre pós na tis to po;
Άinte plákos’ i anaduliá ki apsilíes
écho vre pediá, ach aftá ta érima leftá
áinte mu chaláne to sevntá.
Ach ti kakó pu ine i apsilía!
Ki ótan káno vre dio merokámata
tha tin klépso ta glikocharámata,
áinte ke tha piáso énan papá
áinte na mas váli ton chalká. Tóte tha `rthi
to sibetherió áinte na mas pári sto chorió.
|