Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος.
Στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία.
Θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να `ρθει ο αστυνόμος.
Θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…».
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι.
Θε να πουν: «Τι `ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε…»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα `ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα `ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα’ ναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι.
Και μια Καίτη θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίσει..
|
Tha petháno éna pénthimo tu fthinóporu dili
mes tin kría mu kámara ópos ézisa: mónos.
Sti sterní agonía mu ti vrochí the n’ akuo
ke tus gnórimus thórivus pu skorpái o drómos.
Tha petháno éna pénthimo tu fthinóporu dili
mésa s’ épipla kséna ke se skórpia vivlía.
Tha me vrun sto kreváti mu, the na `rthi o astinómos.
Tha me thápsun san ánthropo pu den iche istoría.
Ap’ tus fílus pu pezame póte póte chartiá,
tha rotísi kanénas tus étsi aplá: «Ton Oiráni
min ton ide kanis; Έchi méres pu cháthike…».
Th’ apantísi állos pezontas: «M’ aftós échi petháni!».
Mia stigmí th’ apominune ta chartiá tus kratóntas,
tha kunísun perílipa ke sigá to kefáli.
The na pun: «Ti `ne o ánthropos! Chthes akóma ezuse…»
ke vuvi sto pechnídi tus tha valthune ke páli.
Kápios tha `ne sinádelfos sta «psilá» pu tha grápsi
pos «proóros apéthanen o Oiránis stin ksénin,
néos gnostós is tus kíklus mas, kápote iche ekdósi
mia sillogí piímata pollá iposchoménin».
Ki aftí tha `ne i móni tu thanátu mu mnia.
Sto chorió mu tha klápsune móno i géri gonii mu
ke tha kánun mnimósino me períssius papádes,
ópu tha’ ne óli i fíli mu ki ísos ísos i ochtri mu.
Tha petháno éna pénthimo tu fthinóporu dili
se mia kámara kséni, sto polívoo Parísi.
Ke mia Keti tharróntas pos tin kséchasa gi’ állin,
tha mu grápsi éna grámma ke nekró tha me vrísi..
|