Κανένας δε με ξέρει, ούτε τους ξέρω εγώ
αυτός που υποφέρει είναι ο χαμένος των καιρών.
Πότε θα αλλάξει η μέρα, πότε θα αλλάξει η εποχή,
πότε θα μπει η σφαίρα μες στη θαλάμη τη σωστή.
Τότε ξανά θα σμίξουν τα δάκρυα με τη βροχή,
ο χρόνος θα στη φέρει, ο χρόνος πάλι θα σε βρει.
Το πιο μακρύ ταξίδι είναι αυτό που είχα ονειρευτεί,
βουνό με βουνό δε σμίγει μα στο `χα ορκιστεί,
πως θα σε βρω ξανά στην άλλη μου ζωή.
Και να που ήρθε η μέρα, ήρθε η μαύρη η στιγμή
και με κοιτάει η σφαίρα χαμογελαστή.
Θα μου μπλεχτούν τα νύχια, θα μου παγώσει η φωνή
και αν σ’ αφήσω πίσω, είναι που μ’ άφησες κι εσύ
|
Kanénas de me kséri, ute tus kséro egó
aftós pu ipoféri ine o chaménos ton kerón.
Póte tha alláksi i méra, póte tha alláksi i epochí,
póte tha bi i sfera mes sti thalámi ti sostí.
Tóte ksaná tha smíksun ta dákria me ti vrochí,
o chrónos tha sti féri, o chrónos páli tha se vri.
To pio makrí taksídi ine aftó pu icha onirefti,
vunó me vunó de smígi ma sto `cha orkisti,
pos tha se vro ksaná stin álli mu zoí.
Ke na pu írthe i méra, írthe i mavri i stigmí
ke me kitái i sfera chamogelastí.
Tha mu blechtun ta níchia, tha mu pagósi i foní
ke an s’ afíso píso, ine pu m’ áfises ki esí
|