Τ’ Απρίλη Κυριακή, τα μάτια σου πιο ‘κει
να στέκομαι βουβά να τα κοιτάζω στη σιωπή,
μικρή αναλαμπή ολάκερη ζωή,
μπροστά μου ξεδιπλώνεται και με πονά πολύ.
Να φύσαγε ένας άνεμος
μέσα στα μάτια μου,
μπροστά μου να σ’ έφερνε
με τα κομμάτια μου.
Τ’ Απρίλη Κυριακή, αμέτρητα γιατί,
χωρίς να με ρωτήσουν μου άλλαξαν τη ζωή
βαθιά αναπνοή και πάλι απ’ την αρχή,
το όνειρο μες στ’ όνειρο να μη ξαναχαθεί.
Να φύσαγε ένας άνεμος
μέσα στα μάτια μου,
μπροστά μου να σ’ έφερνε
με τα κομμάτια μου
|
T’ Apríli Kiriakí, ta mátia su pio ‘ki
na stékome vuvá na ta kitázo sti siopí,
mikrí analabí olákeri zoí,
brostá mu ksediplónete ke me poná polí.
Na físage énas ánemos
mésa sta mátia mu,
brostá mu na s’ éferne
me ta kommátia mu.
T’ Apríli Kiriakí, amétrita giatí,
chorís na me rotísun mu állaksan ti zoí
vathiá anapnoí ke páli ap’ tin archí,
to óniro mes st’ óniro na mi ksanachathi.
Na físage énas ánemos
mésa sta mátia mu,
brostá mu na s’ éferne
me ta kommátia mu
|